υποστεγος

υποστεγος
    ὑπόστεγος
    ὑπό-στεγος
    2
    1) находящийся под крышей, крытый
    

(ἄντρον Emped.; δεξαμεναί Plat.)

    2) находящийся в доме
    

εἰσδέξασθαί τινα (τι) ὑπόστεγον Soph. — принять кого(что)-л. в свой дом;

    οὐδέν ἐσθ΄ ὑπόστεγον ; Soph.(разве) в доме ничего нет?;
    βεβηκέναι δωμάτων ὑ. Soph. — проникнуть в дом


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "υποστεγος" в других словарях:

  • ὑπόστεγος — under the roof masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπόστεγος — η, ο/ ὑπόστεγος, ον, ΝΑ 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από στέγη 2. ο καλυμμένος με στέγη νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το υπόστεγο χώρος στεγασμένος αλλά όχι κλεισμένος ολόγυρα αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. ἡ υπωροφία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + στεγος (<… …   Dictionary of Greek

  • ὑπόστεγον — ὑπόστεγος under the roof masc/fem acc sg ὑπόστεγος under the roof neut nom/voc/acc sg ὑποστέγω cover up imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ὑποστέγω cover up imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποστέγοις — ὑπόστεγος under the roof masc/fem/neut dat pl ὑποστέγω cover up pres opt act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποστέγου — ὑπόστεγος under the roof masc/fem/neut gen sg ὑποστέγω cover up pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) ὑποστέγω cover up imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποστέγους — ὑπόστεγος under the roof masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποστέγων — ὑπόστεγος under the roof masc/fem/neut gen pl ὑποστέγω cover up pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποστέγῳ — ὑπόστεγος under the roof masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπόστεγα — ὑπόστεγος under the roof neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπόστεγοι — ὑπόστεγος under the roof masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαύρα — η (AM λαύρα, Α επικ. και ιων. τ. λαύρη) νεοελλ. μσν. 1. είδος ιδιόρρυθμου μοναστηριού, στο οποίο ο κάθε μοναχός ζει σε δικό του κελλί 2. το κελλί τού μοναχού, ιδίως τού αναχωρητή 3. συνεκδ. μεγάλο οικοδόμημα που περιλαμβάνει πολλά κελλιά μαζί 4.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»